Σεπτέμβριος
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΕΘΙΜΑ
Τον Σεπτέμβριο που ήταν η επέτειος των γενεθλίων της Παναγίας, συνήθιζαν να πηγαίνουν στην ΜΑΚΡΑ ΠΑΝΑΪΑ όπως την ονόμαζαν. Ήταν αρκετά μακριά από το χωριό για αυτό την έλεγαν ΜΑΚΡΑ ΠΑΝΑΪΑ και εκεί γιόρταζαν και διασκέδαζαν.
Την ημέρα αυτή έπαιρναν ψάρια μαζί τους για να φάνε. Τα παιδιά ψάρευαν στο διπλανό ποτάμι, που το λέγανε ΘΕΡΜΕΡΗΣ ΠΑΓΑΝΙ δηλ. ζεστό ποτάμι, τα έψηναν και έτρωγαν τραγουδώντας και χορεύοντας. Το ποτάμι είναι παραπόταμος του ΖΑΜΑΝΤΗ και οι πηγές του είναι στην περιοχή ΣΟΥ ΚΟΥΒΑΡΙ ΤΟ ΚΟΥΤΟΥΚΙ, στη θέση ΣΕΡΑΝΤΑ ΠΑΡΑΚΑΜΙΝΕΣ. Περνούσε από το Τσουβαϊδη και έξω από τον Βαρασσό χυνόταν στον ΖΑΜΑΝΤΗ.
Στα Φάρασσα, την ημέρα του ΣΤΑΥΡΟΥ μετά την λειτουργία, μαζευόταν στο ΜΕΣΟΧΩΡΙ στο κέντρο του χωριού δηλ. στην πλατεία, μαζί με τον παπά, ο οποίος κρατώντας την εικόνα του Σταυρού, γύριζαν όλο το χωριό και παρακαλούσαν να βρέξει για να μπορέσουν να σπείρουν ΤΑ ΚΟΤΣΪΑ, τα σιτηρά. Μετά από μερικές ημέρες άρχιζε ο τρύγος των αμπελιών.
Τα παιδιά και τα κορίτσια με χαρά περιμένανε να τελειώσει ο τρύγος, γιατί άρχιζαν τα ΦΑΡΧΟΚΚΑ, μια γιορτή των νέων. Τα Φαρχόκκα κρατούσαν είκοσι με τριάντα μέρες. Οι γυναίκες όταν ζύμωναν τους τραχανάδες, ζύμωναν και μερικούς με το σχήμα του σταυρού.
ΕΡΧΟΥΝΤΙ ΤΑ ΦΑΡΧΟΚΚΑ, ΑΝ ΤΑ ΗΡΕΨΟΥΝ ΤΑ ΜΑΧΣΟΥΜΑ ΜΑΣ.
Έρχονται τα Φαρχόκκα, θα τα ζητήσουν τα παιδιά μας.
Κυριακές και γιορτές, τα αγόρια και τα κορίτσια, χωριστά, σε παρέες έβγαιναν σε διάφορες τοποθεσίες, συνήθως σε εξωκλήσια.
Έπαιρναν τη ΧΡΕΙΑ ΤΟΥΣ, την ετοιμασία τους και ο αρχηγός έπαιρνε και ένα ΧΑΡΙΕΝΙ, ένα καζάνι ΤΣΕ ΑΝ ΛΑΧΤΩΡΙ, και έναν Πετεινό και ξεκινούσαν.
Πήγαιναν περισσότερο:
ΣΟΝ ΑΪ ΑΡΕΣΤΗ, ΣΗΝ ΕΪ ΒΑΡΒΑΡΑ, ΣΟΝ ΕΪ ΘΑΝΑΣΗ, ΣΟΝ ΑΪΟΚΟΥ ΤΣΕ ΣΗ ΜΑΚΡΑ ΠΑΝΑΪΑ.
Στον Άγιο Ορέστη, στην Αγία Βαρβάρα, στον Άγιο Θανάση, στον Αϊ’οκο «μικρό άγιο», και στην Μακρά Παναγιά.
Άναβαν ΤΣΕΡΙΑ, κεριά, θυμιάτιζαν, έτρωγαν διασκέδαζαν και γύριζαν στο χωριό. Όσοι τους έβλεπαν, τους φώναζαν:
ΚΑΩΣ ΗΡΤΕΤΕ, ΚΑΩΣ ΗΡΤΕΤΕ!
Καλώς ήρθατε, Καλώς ήρθατε!
Και απαντούσαν:
ΚΑ ΝΑ ΕΙΣΤΕ
Καλά να είστε
Αυτό γινόταν κάθε γιορτή και Κυριακή, για ένα μήνα.
Ήταν ο μήνας που άνοιγαν τα σχολεία όπου που υπήρχαν.
Στο σχολείο πήγαιναν μόνο τα αγόρια να μάθουν γράμματα, γιατί τα κορίτσια θεωρούσαν πως ήταν για της δουλειές του σπιτιού. Τον δάσκαλο τον πλήρωναν με σιτάρι κάθε οικογένεια από ένα ΣΙΝΙΚΗ. Σινίκη είναι μονάδα μέτρησης δοσοληψίας. Τον καιρό εκείνο δεν είχαν ζυγαριές στις δοσοληψίες μεταξύ τους και στα παζάρια και ακόμα χρησιμοποιούσαν το Σινίκη. Δηλαδή όταν ήθελαν να αγοράσουν π.χ. φασόλια ή κάτι άλλο, έδιναν μισό τενεκέ σιτάρι και έπαιρναν μισό τενεκέ φασόλια. Ένα σινίκη μπορεί να αντιστοιχούσε σε ένα κιλό. Μετρούσαν πόσα σινίκια σιτάρι, τόσα σινίκια φακές. Στα άλλα είδη όταν ήθελες να αγοράσεις πετρέλαιο σε έλεγε δύο σινίκια, μετρούσες δύο κουτιά σιτάρι και έπαιρνες το ανάλογο. Ήταν κάτι σαν το κιλό το σημερινό, όμως οι δοσοληψίες και οι αγορές στα περισσότερα είδη γινόταν σε είδος και όχι με χρήματα.
Ο Σεπτέμβριος ήταν και μήνας αποθηκεύσεως αγαθών για το χειμώνα. Έκαναν τα πλιγούρια, τα κορκότα και τα διάφορα άλλα για τους χειμωνιάτικους μήνες. Παράλληλα ετοίμαζαν από την καινούργια σοδιά το αλεύρι για ψωμί και ότι άλλο γινόταν από αλεύρι το χειμώνα και το αποθήκευαν σε σακιά υφαντά στον αργαλειό ή σε διαφορά μπακιρένια μεγάλα καζάνια. Δίπλα στον Ζαμάντη ποταμό είχαν τους νερόμυλους. Από ένα αυλάκι πήγαινε το νερό στο μύλο και γυρνούσε την φτερωτή, που έδινε κίνηση στην μεγάλη πέτρα για να αλέσει το σιτάρι και να βγει το αλεύρι.
Οι άντρες μόλις κοντοζύγωνε να βγει ο μήνας ετοίμαζαν τα κάρα με τα αλέτρια, για τον άλλο μήνα, που ήταν ο μήνας της σποράς.