ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
Στα Χειμωνιάτικα έθιμα ξεχωρίζουν τα Χριστούγεννα που τα έλεγαν, ΜΙΤΣΙΚΟΥ ΠΑΣΚΑΣ.
Τα κάλαντα των Χριστουγέννων
Σήμουρου όρτη ορτάζουμ, τσε ση παναγιά δώρων πιτάζουμ.
ΕΪ παναϊα Σουλτάνα, Ύφαρης σον κόσμο αν φάνα.
Σήμερα γιορτή γιορτάζουμε, και στην παναγιά δώρο στέλνομαι
Ε Παναγία βασίλισσα έφερες, στον κόσμο ένα φανό
Ύφαρης σον κόσμο αν φάνα,
Ηρτην ο χρηστός μο θάγμα
Γενιθίν σο μετ την άκρα, Να παστρεύτουν τα κριμάτα
Έφερες στον κόσμο έναν φανό,
Ήρθε ο χρηστός με θαύμα
Γεννήθηκε για μας ακριβώς, Να σκουπιστούν η αμαρτίες
Ενη το μιτσίκου ο πάσκας, Έντουν σο κόσμο ανάστας
Να παστρεύσουν τα κριμάτα, Ηρτην σο κόσμο ιράστα
Είναι το μικρό το Πάσχα, Έγινε στον κόσμο ανάσταση
Να σκουπιστούν η Αμαρτίες, Ήρθε στο κόσμο τυχερό
Έντουν σο κόσμο ανάστα, η τουσμάνη πιτούν χάσταν
Γλήτουσην ο κόσμος όλος, Ήφαρην χαρά τσε γέλως
Έγινε στο κόσμο Ανάσταση, Η εχθροί όλη χάθηκαν
Γλίτωσε ο κόσμος όλος, Έφερε χαρά και γέλια
Στο τέλος εύχονται όλοι μαζί εύχονται, «ΝΑΧΟΥΜ ΤΗΝ ΕΥΣΗ ΤΟΥ» ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ.
Και αποκρίνεται η σπιτονοικοκυρά «ΣΕΝ ΣΟΝ ΚΟΣΜΩΝ ΟΛΟΝ» ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΛΟ.
«ΤΟ ΜΙΤΣΙΚΟΥ Ο ΠΑΣΚΑΣ» το μικρό το Πάσχα
Όπως κάθε τελετουργικό γεγονός στα Φάρασσα της Καππαδοκίας τιμούσαν με ευλάβεια των ερχομό του Σωτήρα του κόσμου. Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν ΜΙΤΣΙΚΟΥ ΠΑΣΚΑΣ. Οι γυναίκες πριν δύο μέρες ζύμωναν το ψωμί του Χριστού. Το ψωμί του χριστού το έκαναν στρόγγυλο και με το ΦΡΟΪΣΤΗΡΙ το σφράγιζαν. Το φροϊστηρι είναι στρογγυλό η τετράγωνο ξύλο και στη μέση έχει έναν σταυρό. Και για τις άκρες είχανε μικρά φροϊστηρια. Το πρωί των Χριστουγέννων το έκοβαν στο τραπέζι και ο καθένας έπαιρνε το κομμάτι του. Επίσης στα Χριστούγεννα αναφέρεται και το τραγούδι της Παναγίας.
Το ονόμαζαν ΕΣ ΠΑΝΑΪΑΣ ΤΟ ΤΡΑΓΟΔΙ. Το τραγούδι αναφέρεται στην γέννηση του χρηστού.
Για τον Φαρασσιώτη ήταν πολύ μεγάλο γεγονός η γέννηση του Χρηστού, με το τραγούδι και τον χορό αυτό ευχαριστούσαν την Παναγία για τον ερχομό του Χρηστού στον κόσμο:
«ΗΡΤΕΝ ΤΣΕ Ο ΠΑΣΚΑΣ» Ήρθε ο Πάσχας φώναζαν χαρούμενοι.
Και οι άλλοι απαντούσαν «ΛΗΘΩΤΙΚΑ, ΗΡΤΕΝ» Αληθινά ήρθε.
Για της ευχές των Χριστουγέννων έλεγαν, «ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΤΕΧΤΗ» Χρηστός Γεννήθει, και απαντούν, «ΛΗΘΩΤΙΚΑ, ΑΤΕΧΤΗ» Αληθινά Γεννήθει.
Τα Χριστούγεννα τα αδέλφια μαζευόταν σε ένα σπίτι και γιόρταζαν την γέννηση του χρηστού, ακόμα και αν είχαν διαφορές μεταξύ τους. Πίστευαν πως το δωδεκαήμερο έρχονται στα σπίτια και στα μέρη που γύριζαν και ζούσαν, οι «ΜΝΗΜΩΡΑΤΟΙ» οι πεθαμένοι.
Επίσης γύριζαν στους δρόμους και έμπαιναν από τους καπνοδόχους, οι «ΤΣΙΦΟΥΤΗ ή ΜΑΛΙΕΡ»
Έτσι ονόμαζαν τους ΚΑΛΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΥΣ. Για να τους διώξουν ρίχνανε λιβάνι στα τζάκια και άναβαν την καντήλα στο εικονοστάσιο. Στης 8 του Γενάρη του αγίου Γιαννιού, φεύγουν οι μνημοράτοι.
Το δωδεκαήμερο οι γυναίκες δεν έκαναν καμιά δουλειά. Τα βράδια φωτιά δεν έδιναν, ήταν οι ευλογημένες μέρες του δωδεκαημέρου και όλο γλεντούσαν.
«ΗΡΤΑΝ ΤΑ ΚΑ Η ΜΕΡΕΣ» έλεγαν. Ήρθαν οι καλές ημέρες.
Έπιναν πάρα πολύ κρασί κρατούσαν κανένα πιθάρι για το Πάσχα και το άλλο το έπιναν και έλεγαν: «ΕΝΤΟΥΝ ΑΝΤΙ ΠΙΠΙΚΙ ΤΟ ΚΡΕΣΙ». Έγινε πολύ δυνατό το κρασί.
Το τραγούδι της Παναγίας που τραγουδούσαν είναι το εξής.
Ες Παναϊας το τραγόδι
Παναϊα μου Σουλτάνα, Είσαι του χρηστού η μάνα
Είσαι του χρηστού η μάνα, Ήψες σον κόσμο αν φάνα
Παναγία μου Βασίλισσα, Είσαι του χρηστού η μάνα
Είσαι του χρηστού η μάνα, Σήκωσες στον κόσμο ένα φανό
Ήψες σον κόσμο αν φάνα, Ηρτην ο χρηστός μο θάγμα
Γενιθίν σο μετ την άκρα, Να παστρεύτουν τα κριμάτα
Σήκωσες στον κόσμο ένα φανό, Ήρθε ο Χριστός με θαύμα
Γεννήθηκε για εμάς ακριβώς, Να σκουπιστούν οι αμαρτίες
Παναϊα μου Σουλτάνα, Ύφαρης σον κόσμο αν φάνα
Είση του Χριστού η μάνα, Σεν τσε τον γιο σου προτσινούμεν σες
Παναγία μου Βασίλισσα, Έφερες στον κόσμο έναν φανό
Είσαι του Χριστού η μάνα, Εσένα και τον γιο σου προσκυνούμαι σας
Ο χορός του τραγουδιού αυτού είναι αργόσυρτος, και κρατούσαν στα χέρια ανάμενες κεριά η λαμπάδες. Είναι τελετουργικός χορός και χορεύεται από γυναίκες και άνδρες, πολλές φορές πρώτος χόρευε ο παπάς του χωριού. Με τον χορό αυτό ευχαριστούν την Παναγία, για την γέννηση του Θεανθρώπου και Σωτήρα του κόσμου. Ο χορός είναι αργός.
Το πρώτο μέρος λέγεται, ΕΜΩΣΜΑ στη Φαρασσιώτικη διάλεκτο, δηλαδή γέμισμα, στο οποίο σχηματίζεται ο κύκλος του χορού.
Το δεύτερο μέρος είναι το ΡΑΔΙΕΣΜΑ, Ράδιεσμα είναι το αράδιασμα στο χορού.
Ο χορός αυτός δεν έχει πέταμα όπως τους άλλους χορούς. Τα βήματα του χορού είναι τέσσερα. Αρχίζοντας με το δεξί πόδι 1, 2, 3, 4, Στο τέταρτο βήμα κάνουμε μία ελαφριά υπόκλιση προς τα δεξιά. Το ίδιο επαναλαμβάνομαι προς τα αριστερά 1, 2, 3, 4, Με υπόκλιση αριστερά. Στα χέρια μας κρατάμε Λαμπάδες η πήλινα θυμιατά η κεριά περίπου στο ύψος της μέσης.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ
Στα χειμωνιάτικα έθιμα ήταν και ο ερχομός του καινούργιου χρόνου. Μεγάλο γεγονός για τους Φαρασσιώτες η αλλαγή του χρόνου, διότι την ημέρα αυτή είναι η μεγάλη γιορτή του Αγίου Βασιλείου.
Για τους Φαρασσιώτες ο Άγιος Βασίλειος ήταν η μεγάλη φυσιογνωμία και η μεγάλη τους λατρευτική αγάπη προς τιμήν του διοργάνωναν μεγάλες τελετουργικές πομπές.
Η μητέρα μου Κυριακή Ιορδανίδου ή Κυριακή Φράγκου το πατρικό της όνομα, με έλεγε ότι στο Βαρασσό των Φαράσσων άκουγε από τους παλαιούς γέροντες ότι είχε δύο σπηλιές και στην μία από αυτήν κατάφυγε ο Άγιος Βασίλειος με τους διωγμούς κατά των χριστιανών. Ανατολικά από τον Βαρασσό υπήρχε ένα δρομάκι που περνούσε από μια περιοχή που λεγόταν, ΠΑΡΑΤΣΟΣ και ακολουθούσε δίπλα από τον ΖΑΜΑΝΤΗ ποταμό και σε οδηγούσε στης δύο σπηλιές. Η πρώτη σπηλιά ήταν η μικρή σπηλιά, σ’ αυτήν την σπηλιά κατάφυγε ο Μέγας Βασίλειος όταν οι χριστιανοί εδιώκοντο από τους βαρβάρους. Στο ταξίδι μου στην Καππαδοκία πέρασα από τα μέρη των προγόνων μου.
Γνώρισα και είδα όλα όσα άκουγα από τους γονείς μου και από τους γέρους και της γριές του χωριού μου ήταν μια πολύ και καλή εμπειρία για μένα να επισκεφτώ τα μέρη που ζούσαν και μεγάλωσαν οι δικοί μου.
Από καλή μου τύχη ή και την ευλογία του Αγίου Αρσενίου πήγαμε από έναν άλλο δρόμο στον Βαρασσό και βγήκα από την πίσω μέρος του Βαρασσού και προτού μπω στο χωριό βρέθηκα απέναντι στην μεγάλη σπηλιά του Αγίου Βασιλείου. Είναι στην ίδια γραμμή με της Παναγίας το Κάτση, αλλά από την αντίθετη μεριά.
Σήμερα οι Τούρκοι την έχουν κλειστή δεν ξέρω για ποιόν λόγο, ίσως γιατί για αυτούς δεν έχει καμία αξία.
Σε αυτήν την σπηλιά οι Φαρασσιώτες προσευχόταν και διοργάνωναν τελετουργική πομπή από όλα τα χωριά των Φαράσσων την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Αναφερόταν πάντα η μητέρα μου όταν μιλούσε για την γιορτή του Αγίου Βασιλείου και τις σπηλιές του Αγίου Βασιλείου που τις έλεγαν «Μαγαράδα».
Τις διηγήσεις τις περισσότερες φορές με τις έλεγε στο Φαρασιώτικο γλωσσικό ιδίωμα. Όπως:
Σα μου βγένγκαν ση στράτα, τσάου παράνου σο παράτσο, ίσαντη δύου Μαγαράδα, σου Ρουσού το κάχην, πέρκαμ τη στράτα, σου ΖΑΜΑΝΤΗ, σο κάχην, τσε βγένγκαμ σα μπρό τη μερέ, του ίτουν το μιτσίκου ο Μαγαράς, τσε τσάου στάνου ίτουν, το μέγα ο Μαγαράς. Το μιτσίκου ο Μαγαράς ίτουν τε, ΕΪ ΒΑΣΙΛΗ ΤΟ ΜΙΤΣΙΚΟΥ Ο ΣΠΙΛΟΣ. Σα μου γατιένγκαν της Χριστιανή, ο εϊ Βασίλης ήρτην τσε κάτσην σο Μιτσίκου το σπίλο μη τα νάβρουν οι βάρβαροι. Απιδού στην άκρα, ίπαντα τε Εϊ Βασίλη, ο σπίλος.
Οι Φαρασσιώτες την παραμονή της πρωτοχρονιάς τιμούσαν αυτό το μεγάλο γεγονός και διοργάνωναν τελετουργικές πομπές με τραγούδια, χορούς, διασκεδάσεις, και πολλά άλλα. Ξεκινούσαν το απόγευμα παρέες, παρέες, κρατώντας δάδες ή κεριά στα χέρια για να τους φέγγει στο σκοτάδι και μαζευόταν στο ΜΕΣΟΧΩΡΙ δηλαδή στην πλατεία του χωριού. Γινόταν παρέες με τα όργανά τους στήνανε χορό και τραγουδώντας κατευθυνόταν προς την σπηλιά του Αγίου Βασιλείου. Στη διαδρομή περνούσαν από μια περιοχή που λεγόταν ΠΑΡΑΤΣΟΣ ήταν ίσιο και ανοικτό μέρος εκεί είχε δυο εξωκλήσια του ΕΪ ΧΑΛΑ και του ΕΪ ΘΟΥΜΑ. Άναβαν κεριά και προσκυνούσαν, στη συνέχεια στήνανε χορό άλλοι τρώγανε άλλοι πάλι πυροβολούσαν και φώναζαν ΧΑΙΤΗ ΣΤΗ ΝΑ ΥΠΑΜΑΙ ΣΟΝ ΕΙ ΒΑΣΙΛΗ.
Στο μέρος αυτό είχε κισσούς και πλέκανε στεφάνια τα φορούσαν στο κεφάλι η στο λαιμό. Ξεκινούσαν για το σπήλο του Εϊ Βασίλη σε όλοι την διαδρομή τραγουδούσαν και χόρευαν. Οι παρέες που έφταναν στην πρώτη σπηλιά έμπαινε ένας, ένας άναβε το κερί του και προσκυνούσε. Στη συνέχεια έβγαιναν και ανηφόριζαν πρός την μεγάλη σπηλιά. Κρεμούσαν τα σακούλια τους ή τα φαγητά τους στις ιτιές και ξεκουραζόταν, όταν μαζευόταν όλες οι παρέες στηνόταν ο μεγάλος χορός του Αγίου Βασιλείου.
Έκαναν τα «ΓΟΥΡΠΑΝΙΑ» τα κρέατα, τα κρεμούσαν στις Ιτιές. Τρώγανε πίνανε κρασιά, γλεντούσαν, χόρευαν, φώναζαν και άλλοι πυροβολούσαν με τα όπλα τους. Ορισμένοι αφού τρώγανε και πίνανε, πέρνανε το δρόμο της επιστροφής και άλλοι ξημέρωναν διασκεδάζοντας και έλεγαν:
ΧΑΪΤΙΣΤΗ ΝΑ ΥΠΑΜΑΙ ΣΟΝ ΕΪ ΒΑΣΙΛΗ
ΆΝΤΕ ΝΑ ΠΑΜΕ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
ΗΤΑΝ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΗΜΈΡΑΣ!
Χυτάται να ύπάμαι σον Εϊ Βασίλη | Τρεχάτε να πάμε στον Άγιο Βασίλη |
Να κρεμάσομε τα κρέτε σο σίδη | Να κρεμάσουμε τα κρέατα στην ιτιά |
Εσηρέν τσε δότσην τσε αν γεσίλη | Τουφέκισε και χτύπησε και ένα ελάφι |
Εχτές την εβίτσα σον Εϊ Βασίλη | Εχθές την αυγή στον Αϊ Βασίλη |
Τσάλσεν τσούβρεν αν μασέρι ντα φσαξή | Γύρεψε δεν βρήκε μαχαίρι να το σφάξει |
Εφσαξήντα μο το κοδευτήρι | Το έσφαξε με το κλαδευτήρι |
Κυριελεϊμόν, Κυριελεϊσόν | Κύριελεϊμόν, Κύριελεϊσόν |
Εϊ παναϊα μου Θεοτόκο | ΕΪ Παναγιά μου Θεοτόκο |
Εϊ παναϊα μου Θέοτοκο | ΕΪ Παναγιά μου Θεοτόκο |
Θεοτοκό, Θεοτόκο, Θεοτόκο | Θεοτόκο, Θεοτόκο, Θεοτόκο |
Θεοτοκό, σου Τσαχμούρι τη Θεοτόκο, | Θεοτόκο στου Τσαχμούρι τη Θεοτόκο |
Ο χορός του Αγίου Βασιλείου είναι κυκλικός, ο ένας πίσω στον άλλον. Ο πρώτος κρατούσε το ραβδί, και κουνώντας δεξιά και αριστερά κατεύθυνε τον χορό και τους χορευτές. Με το αριστερό χέρι κρατάει την ζώνη του δεύτερου χορευτή, ο δεύτερος χορευτής, με το δεξί χέρι κρατάει την ζώνη του πρώτου και με το αριστερό την ζώνη του τρίτου χορευτή και έτσι συνεχίζει έως το τέλος. Το πρώτο μέρος του χορού λέγεται ΡΑΔΙΕΣΜΑ δηλαδή ΑΡΑΔΙΑΣΜΑ. Με αργά βήματα ξεκινάει ο χορός μαζί και το τραγούδι.
Ξεκινάμε πάντα με το δεξί 1,2,3,4,5, στο έκτο σηκώνουμε το αριστερό πόδι και το έβδομο πατάμε, κάτω και οκτώ φέρνουμε δίπλα το δεξί. Το δεύτερο μέρος είναι ακριβώς το ίδιο με το πρώτο στα βήματα.
Εδώ όμως ο χορός γίνεται πιο γρήγορος, το δεύτερο μέρος λέγεται ΕΜΩΣΜΑ δηλαδή ΓΕΜΙΣΜΑ του χορού. Στο τρίτο μέρος γίνεται πάλι το ΕΜΩΣΜΑ, με μια μικρή διαφορά στα βήματα 1,2,3,4,5,6 σηκώνουμε το πόδι και στο έβδομο κάνουμε ένα ανοικτό βήμα πλάγιο και προς τα μέσα και το όγδοο έρχεται δίπλα. Στο τέταρτο μέρος γίνεται το ΠΕΤΑΜΑ δηλαδή το ΠHΔΗΜΑ. Εδώ τα βήματα είναι Έξι. Κάνομε 1,2 στο τρίτο βήμα πατάμε με το δεξί τέταρτο σηκωμένο το αριστερό κάνουμε ένα επιτόπιο πήδημα και πέμπτο κατεβάζουμε το αριστερό προς τα μέσα και το έκτο έρχεται δίπλα το δεξί με μία ελαφρώς υπόκλιση και συνέχεια το ίδιο ώσπου να τελειώσει το τραγούδι.
Από την παραμονή οι γυναίκες ζύμωναν του Βασιλό το Ψωμί, δηλαδή την ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ.
Μέσα στην Βασιλόπιτα έβαζαν και ένα φλουρί σε όποιον έπεφτε το φλουρί ήταν ο τυχερός της οικογένειας για όλη την χρονιά. Την παραμονή επίσης οι γυναίκες ζύμωναν διάφορα κουλουράκια ή ΒΑΣΙΛΟΚΟΥΛΟΥΡΑ που τα λέγανε ΚΕΤΕΖΑ. Τα παιδιά γύριζαν όλη την ημέρα και προσπαθούσαν να βρούνε τiς παρέες τους για να γυρίζουν μαζί στα σπίτια να πούνε τα κάλαντα. Όταν το απόγευμα χτυπούσε ή καμπάνα του εσπερινού τα παιδιά ξεκινούσαν και πήγαιναν στο «κουζδέρεμα» στα Κάλαντα.
Προσέχαν ποια σπίτια είναι βολικά για να ανέβουν εύκολα στο Δώμα και πήγαιναν στην ΚΑΠΝΗ Καπνοδόχο και κρεμούσαν το κουζδέρι με το ΡΑΜΜΑ σχοινί που κρεμούσαν τον γάντζο.
Η παρέα έλεγε τα κάλαντα και ο αρχηγός της παρέας φώναζε στη νοικοκυρά «ΔΕΒΑΣ, ΤΣΕ, ΚΡΕΜΑΣ» ΠΕΡΑΣΕ ΚΑΙ ΚΡΕΜΑΣΕ στο κουζδέρι μας. Η νοικοκυρά κρεμούσε κουλούρια μήλα κυδώνια και διάφορα άλλα. Τραβούσαν το κουζδέρι και τα μοίραζαν έτσι γύριζαν όλο το χωριό.
ΑΪ ΥΠΑΜΑΙ ΣΟ ΚΟΥΖΔΕΡΕΜΑ
ΘΑ ΠΑΜΕ ΣΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Το κουζδέρι στη Φαρασσιότικη διάλεκτο έλεγαν ένα σίδερο, που είχε τρις γάντζους στην άκρη και κρεμούσαν, «ΚΕΤΕΖΑ», κουλουράκια που τους έδιναν όταν έλεγαν τα κάλαντα.
Τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς ήταν τα εξής:
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΕ ΕΪ ΒΑΣΙΛΗ, ΤΑ ΚΑΝΤΑ
Πάλλο χρόνος χριστιανοί Δεβαίνη | Παλιός χρόνος χριστιανοί περνάει |
Έρτσεται ο ταζός τσε τα γατιένη | Έρχεται ο καινούργιος και το διώχνει |
Ερτσεται τσε Αϊ Βασίλης ντάμα | Έρχεται και ο Αϊ Βασίλης μαζί |
Να Βκοϊση τσε να δήξη θάγμα | Να Βλογήσει και να δήξη θαύμα |
Φερινούμ στην Εκκλεσία | Φέρνουμε απ’ την Εκκλησία |
Τε Εϊ Βασίλη τη Βκοϊα | Του Αϊ Βασίλη την ευλογία |
Του Αϊου η Εύσή | Του Αγίου η Ευχή |
Σπίτ σας νάν Θεού Βρεσή | Σπίτι σας να είναι Θεού Βροχή |
Φέρ τσε ση τσε δός ο θεία | Φέρε και εσύ και δώσε Θεία |
Το σον σέν σιμάς Βκοϊα | Το δικό σου σε μας Ευλογία |
Ήρτην ο Ταζός ο χρόνος | Ήρθε ο Καινούργιος χρόνος |
Ήφαρην χαρά τσε γέλος | Έφερε χαρά και γέλια |
ΧΡΟΝΕ ΠΟΥΑ ΧΡΟΝΕ ΚΑ | ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ |
ΣΕΝ ΤΣΙΠ ΣΟΝ ΚΟΣΜΟ | ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΌΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ |
ΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Όσα χωριά των Φαράσσων δεν ήξεραν τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς έλεγαν τα εγκώμια του Αγίου Βασιλείου στα σπίτια. Τα εγκώμια του Αγίου Βασιλείου τα έψελναν στην εκκλησία την ημέρα της πρωτοχρονιάς, και όπου έκριναν ότι πρέπει να τα ψάλουν.
- Άγιε Βασίλειε όσιε, φύλαξον και σώσον την ποίμνη σου.
- Άστρον ανεφάνης Βασίλειε, εν τη Καισαρεία μητρόπολη.
- Βασίλειος ο Μέγας Αρχιερεύς, Όλων του τον κόσμων εφώτισε.
- Γουλιανός ο παραβάτης, Θέλει να απέλθει εις Καισάρειαν.
- Τρεις άρτους λαμβάνει εις τας χείρας του, Και συναπαντάει τον τύραννον.
- Όταν είδε τα δώρα μικρότατα, Αγριονευστήσας ο τύραννος.
- Χόρτων ανεστέργης τον Άγιων και καταλαμβάνει Καισσάρειαν.
- Σύνοδον εποίκεν ο Άγιος, Όρος του διδύμου κατέλαβε.
- Εύρεν την Αγνή Θεομήτορα μέσον του Ναού εισερχόμενος.
- Και ανακαλεί τον Μερκούριο, τον από καιρού κατακείμενον.
- Θέλει να την πέμψη εις Πέρσιαν, να αποκεφαλίσει τον τύραννο.
- Διδύμου κατελθόν ο Βασίλειος, Ουκ ευρέν εν τω Ναό τον Μερκούριο.
- Σύνοδο εποίκε ο Βασίλειος, Τιμαλφή χρουσία συνέλεξεν.
- Φέρετε χρουσία και τιμαλφή, όσα έχετε και αργύρια.
- Ίνα την οδών Γουλιανού, επιστρέφοντος κατακλύσομε.
- Λάβε τα γρουσία Βασίλειε, Χρήματα ημών και αργύρια.
- Δός τω φιλαργύρω τω Αρχοντι, Και σώσον ημάς και Καισάρεια.
- Και συναπαντά τον Μερκούριο, Εν αγαλλίαση και λέγει του.
- Τι να με χαρίσεις Βασίλειε, Συ δε και η ποίμνη σου να χαίρεστε.
- Έχω να σε χαρίσω εχρούσια, Έχω να σου χαρίσω αργύρια.
- Τη θέλω εγώ τα εχρούσια, Μα τη ποιήσω τα αργύρια.
- Δός ημιν τα φώτα τα κάλαντα, ίνα και ημείς αγαλλιώμεθα.
- Γράφει και διαβάζει ονόματα, Όλων των πιστών ο Βασίλειος.
ΤΑ ΜΙΤΣΙΚΑ ΦΩΤΑ
Στις γιορτές του Ιανουαρίου, μετά την πρωτοχρονιά ήταν τα Άγια Θεοφάνια. Στην Φαρασσιώτικη διάλεκτο τα έλεγαν ΜΙΤΣΙΚΑ ΦΩΤΑ τα Μικρά Φώτα. Οι γυναίκες όπως και στις άλλες γιορτές αρχινούσαν από την παραμονή να ζυμώνουν και να πλάθουν τα ΚΕΤΕΖΑ κουλουράκια για τα παιδιά που θα ψάλουν τα κάλαντα. Η Μητέρα μου Κυριακή Ιορδανίδου του Φράγκου με έλεγε:
Φτένκαμε «ΚΕΤΕΖΑ» ατή χαλχάδε ερχούσαντι τα τσοτσούχα σο κουζδέρεμα τσε κρεμάσκαμτα σο κουζδέρι πε ένα.
Κάναμε κουλουράκια σαν χαλκάδες, ερχόταν τα παιδιά στα κάλαντα και κρεμούσαμε στο τσιγκέλι από ένα.
Όσοι είχαν βαπτιστικά συνήθιζαν να τους πηγαίνουν δώρα, και μία λαμπάδα όσο ήταν το μπόι τους και έλεγαν:
ΣΟΣ ΤΟ ΜΠΟΙ ΣΟΥ ΥΦΑΡΑ ΣΕ ΤΣΕ ΑΝ ΚΟΝΤΣΟΡΟ, ΝΑ ΖΕΙΣ ΠΟΥΑ ΧΡΟΝΕ ΤΣΕ ΜΟ ΤΟ ΚΑΩ ΝΑ ΙΔΟΥΜΕ ΤΑ ΚΕΛΕΣΑ ΣΟΥ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ.
Όσο το μπόι σου σε έφερα μία λαμπάδα, να ζήσης πολλά χρόνια, με το καλό να δούμε και της ωραίες σου ημέρες.
Το βαπτιστικό φιλούσε το χέρι του νουνού ή της νουνάς και τους ευχαριστούσε για τα δώρα που των έφεραν. Χαράματα ξεκινούσαν όλοι οικογενειακός για την εκκλησία, παίρνανε μαζί τους και ένα ΠΟΤΟΥΤΣΙ ένα ποτήρι για να πάρουν αγιασμό από το ΧΑΡΙΕΝΙ, από το καζάνι. Στη συνέχεια φέρνανε τον αγιασμό στο σπίτι ραντίζανε και φώτιζαν τα δωμάτια, την αυλή τον στάβλο και στο τέλος πήγαιναν στα χωράφια.Την ημέρα αυτή ο παπάς, γύριζε και φώτιζε τα σπίτια του χωριού ψάλλοντας εν Ιορδάνη βαπτιζομένη, έπαιρνε μαζί του ένα παιδί να κρατάει το ΣΙΤΙΛΟΚΟ δηλ, κουβαδάκι στο οποίο βουτούσε ο παπάς τα ΙΡΑΧΑΝΑ, τα βασιλικά, και φώτιζε τα σπίτια, ο κόσμος έριχνε και κέρματα μέσα στο σιτίλη, τα οποία έπαιρνε σαν δώρο το παιδί, για των παππά δίνανε στο χέρι ή των βάζανε στον ΧΑΠΙΚΑ δηλ, ένα δύσακο που το φορούσε στον ώμο του τον έβαζαν πλιγούρι, κορκότι, σιμίντρι, τραχανά και ότι άλλο μπορούσε να δώση ο καθένας.
Την ημέρα των Φώτων η ευχή που ακουγόταν για καλημέρισμα ήταν ΦΩΤΑ ΤΣΕ ΚΑΛΗΜΕΡΑ, απαντούσαν ΣΕΝ ΤΣΕ ΣΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΑΝΟΥ, φώτα και καλημέρα,
απαντούσαν ας είναι και στον κόσμο πάνω.
Τα παιδιά έκαναν παρέες και έλεγαν τα κάλαντα στα σπίτια, πήγαιναν στα δώματα και κρεμούσαν από την ΚΑΠΝΗ από την καπνοδόχο, το ΚΟΥΖΔΕΡΙ το τσιγκέλι φώναζαν, Φώτα τσε καλημέρα, σεν τσε σον κόσμο απαντούσε ή νοικοκυρά.
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Λέμσες τσίπσας νεκροστίτε | Σας λέμε όλοι ακούστε |
Ήρταν φώτες φωτιστείτε | ρθαν φώτα φωτισθείτε |
Σα κουζδέρα βκοϊμενα κρέμας | Στα τσιγκέλια ευλογημένα κρέμασε |
Φύακ αρό ατό το σπίτι θέμας | Φύλαξε υγιές αυτό το σπίτι θεέ μας |
Ρόιδα τσιδόνε μεϊραπε χράδε | Ρόδια κυδώνια αχλάδια και απίδια |
Γιρμάδε κετέζα τσε χαλχάδε | Γιαρμάδες ψωμάκια και κουλούρια |
Φωνάζοντας έλεγαν ΔΕΒΑΣ ΤΣΕ ΚΡΕΜΑΣ, πέρασε και κρέμασε. Η ημέρα των φώτων ήταν ημέρα των ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΩΝ, των αρραβωνιασμένων. Το έθιμο αυτό το κρατούσαν πιστά και μάλιστα ο γαμπρός έπρεπε να πάει στο κυνήγι να σκοτώσει λαγό ή πέρδικες για να τα φέρει στην αρραβωνιαστικιά του.
Ειδοποιούσε να τον δεχτούν στο σπίτι γιατί ήταν ντροπή να βλέπει το αγόρι την ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΗ, την αρραβωνιαστικιά. Το αγόρι έπαιρνε δύο «ΤΟΣΤΙΔΕΣ», δυο πιστούς φίλους, μο τα ΤΟΥΦΑΓΚΑ με τα τουφέκια, και πήγαινε στο σπίτι της. Ο ένας απο τούς φίλους του είχε στη μέση του δεμένο τον λαγό και στον ώμο του το «τουφάγκι» τουφέκι. Ο ένας φίλος που είχε το λαγό πήγαινε με τον γαμπρό μέσα στο σπίτι, όσο καιρό έμεναν μέσα, ο άλλος με το τουφέκι στον ώμο ανέβαινε στο ΔΩΜΑ, στην ταράτσα, του σπιτιού και φιλούσε την ΚΑΠΝΗ, την καπνοδόχο, για να μην έρθουν οι αντίζηλοι και χαλάσουν την ΚΑΠΝΗ, καπνοδόχο, γιατί ήταν μεγάλη προσβολή για τον γαμπρό χαλούσε ακόμα και ο αρραβώνας.
Αυτόν που φιλούσε την ΚΑΠΝΗ τον ονόμαζαν καπναστ. Αν σκότωνε ο καπναστ κάποιον για να διαφυλάξει την τιμή του φίλου του δεν δικαζόταν ούτε τον κατέκριναν σαν φονιά και μάλιστα τον βράβευαν. Αφού τελείωνε το τραπέζι του γαμπρού η πεθερά των δώριζε και έπαιρνε τους φίλους του και έφευγαν.
ΤΑ ΜΕΓΑ ΦΩΤΑ
Τα μεγάλα φώτα στα Φάρασσα πολύ δεν κοιμόταν για να είναι ξύπνιοι όταν ανοίξουν οι ουρανοί να αγιαστούν τα νερά, να ζητήσουν από των Θεώ μια επιθυμία, γιατί έλεγαν, ΣΑΜΟΥ ΝΟΙΓΕΤΗ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ Ο ΘΕΟΣ ΔΙΤΙΣΗ ΟΤΙ ΗΡΕΒΙΣ, όταν ανοίγει ο ουρανός ο θεός σε δίνει ότι θέλεις. Οι γυναίκες την ΕΒΙΤΣΑ την αυγή πήγαιναν στο πηγάδι ή στα ποτάμια να πάρουν νερό μο το ΖΟΥΤΣΙ με την στάμνα, και χωρίς να μιλήσουν γύριζαν σπίτι «ΠΙΡΜΟΥ ΝΑ ΚΑΤΣΕΨΟΥΝ», πριν να μιλήσουν.
Το νερό ΕΝΤΟΥΝ ΕΣΜΟΣ το νερό έγινε Αγιασμός. Με το αμίλητο νερό μαγείρευαν, και ράντιζαν να φύγουν τα κακά από το σπίτι. Μόλις χάραζε ξεκινούσαν για την εκκλησία παίρνοντας μαζί τους αν ΠΟΤΟΥΤΣΙ ή αν ΣΙΤΙΛΟΚΟ, ένα ποτήρι ή ένα κουβαδάκι, στην εκκλησία όσο παρακολουθούσαν την λειτουργία είχαν αναμμένα κεριά οι λαμπάδες που τα άναβαν από τον ΚΟΝΤΣΟΡΟ που ήταν αναμμένο στην εκκλησία. Στην μέση της εκκλησίας, ΙΤΟΥΝ ΑΝ ΜΕΓΑ ΧΑΡΙΕΝΙ ήταν ένα μεγάλο καζάνι, στο οποίο ήταν γεμάτο νερό. Όταν ήταν να ρήξη ο παπάς τον σταυρό για να αγιαστεί το νερό, έβγαινε στην ωραία πύλη και καλούσε τον κόσμο να δόση προσφορά, και όποιος θα έδινε την μεγαλύτερη θα έβγαζε τον σταυρό από το ΧΑΡΙΕΝΙ από το καζάνι. Αφού έψελναν εν Ιορδάνη της ευχές του μεγάλου αγιασμού, και πετούσε ο παπάς των σταυρό στο ΧΑΡΙΕΝΙ αυτός που θα το έβγαζε το γυρνούσε στο χωριό.
Από τον αγιασμό τον μεγάλων φώτων κρατούσαν σε ένα μπουκαλάκι και το βάζανε στο εικονοστάσι, πολλές φορές το έδιναν σε αρρώστους για να γίνουν καλά.
Την ημέρα αυτήν γιόρταζαν όσοι λεγόταν Ιορδάνης και Φώτης είχαν ετοιμασίες γιατί περίμεναν επισκέψεις από τους συγγενής και τους φίλους.
ΦΩΤΑ ΤΣΕ ΚΑΛΗΜΕΡΑ, ΣΕΝ ΣΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΑΝΟΥ φώτα και καλημέρα, ας είναι στον κόσμο επάνω.
Ακόμα αυτήν την ημέρα έλεγαν, ΚΟΝΤΣΟΡΟΣ ΠΑΝΟΥ ΤΕΝΤΣΕΡΕΣ ΠΩ ΠΟΥΚΑΤΟ,
η λαμπάδα από πάνω, το καζάνι από κάτω, το λέγανε και ευχότανε να έχεις του κόσμου τα αγαθά.
Τον Φλεβάρη τον έλεγαν «ΚΟΥΤΣΟΥΡΟ».
Ο Φλεβάρης δεν είχαν τελετουργικά έθιμα, γιόρταζαν όμως την γιορτή του ΕΪ ΧΑΛΑ του Αγίου Χαραλάμπους. Πήγαιναν σε ένα μέρος δίπλα στον Βαρασσό, που ήταν ίσιο, με δένδρα πρασινάδες το έλεγαν ΠΑΡΑΤΣΟ, παράδεισο.
Ο Βαρασσός είναι χτισμένος πάνω σε βράχια σε υψόμετρο 1400 μέτρων, στο όρος Αντίταυρος και ήταν δύσκολο να έχει ίσια μέρη γι’ αυτό έλεγαν το μέρος αυτό, ΠΑΡΑΤΣΟ, Παράδεισο. Στον Παράτσο είχαν ένα εκκλησάκι που το έλεγαν, ΤΕ ΕΪ ΧΑΛΑ, του Αγίου Χαράλαμπου, εκεί γιόρταζαν. Όσοι είχαν τάμα έσφαζαν τα ΓΟΥΡΠΑΝΙΑ στα γύρο δένδρα κρεμούσαν κομμάτια πανιά, από αρρώστους για να γίνουν καλά. Την τελευταία μέρα του ΚΟΥΤΣΟΥΡΟΥ του Φλεβάρη, έκαιγαν τον «ΚΟΥΤΣΟΥΚΗ», τον κουτσοφλέβαρο. Μάζευαν ξύλα ξερά διάφορα, τα έκαναν μεγάλα ΚΟΥΜΠΟΥΛΙΑ, σωρούς μεγάλους τα έδιναν φωτιά. Το παιδί που έβαζε φωτιά και έπαιρνε με το πρώτο, έλεγαν ότι δεν λέγει ψέματα.
Αν κάποιο παιδί παιδευόταν να ανάψει την φωτιά φώναζε και έλεγε
ΣΟΥ ΚΟΥΒΑΡΗ ΓΟΥΛΛΑΝΤΣΕΣ ΕΝΑΨΗΣ, ΑΔΟΥ ΤΙΤΗ ΤΣΟ ΝΑΦΤΗΣ,
στου Κούβαρη άναψες και φώτισε, εδώ γιατί δεν ανάβεις.
Ο ΚΟΥΒΑΡΗΣ είναι μια περιοχή του Βαρασσού, που είναι όλο βράχια, άναβαν και εκεί φωτιές. Για το παιδί που δεν μπορούσε να ανάψει την φωτιά, έλεγαν ότι είναι ψεύτης, λέγει πολλά ψέματα.
Για τον μήνα αυτόν έλεγαν: ΤΟΥ ΚΟΥΤΣΟΥΡΟΥ ΤΟ ΚΘΑΡΙ, ΤΣΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΗ ΤΟ ΡΙΦΙ
του Φλεβάρη το κριθάρι και του Μάρτη το κατσικάκι.
Το κριθάρι που σπέρνεται τον Φεβρουάριο γίνεται καλό,
και το κατσικάκι που γεννιέται τον Μάρτιο είναι υγιείς.