ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
Στα ανοιξιάτικα λατρευτικά έθιμα ήταν η μεγάλη αποκριά ΤΟ ΜΕΓΑ Η ΑΠΟΚΡΑ έλεγαν ή ΤΟΥ ΚΡΕΑΤΟΥ Η ΑΠΟΚΡΑ, ξεχώριζαν την δεύτερη αποκριά που την έλεγαν ΤΟΥ ΤΥΡΟΥ Η ΒΤΟΜΑΔΑ ή ΤΟΥ ΠΙΣΟΥ Η ΑΒΤΟΜΑΔΑ του τυριού η εβδομάδα. Πισού έλεγαν τα πισία, κομμάτια ζυμάρι, τιγανισμένα με λάδι, ή βούτυρο, και τα τρώγανε με πετμέζι ή μέλι.
Την αποκριά έκαναν το έθιμο του καρναβαλιού, φορούσαν παλιά ρούχα μαυρίζανε τα μούτρα τους, να μην τους αναγνωρίζουν και άλλους διάφορους τρόπους και γύριζαν στα σπίτια του χωριού, είχαν μαζί τους και όργανα να χορεύουν, στα χέρια κρατούσαν ραβδιά ή μαχαίρια και καμιά φορά αν βλέπανε κάποιον γνωστό τον φοβέριζαν. Έντυναν πολλές φορές έναν άνδρα νύφη και κάνανε αναπαράσταση γάμου.
Ακόμα έκαναν τα ΓΑΡΝΑΒΑΛΕ ΜΟ ΤΑ ΒΟΥΡΤΤΟΝΕ ντυνόταν καρναβάλια βάζανε διάφορα κουδούνια κρεμούσαν κόκαλα στο λαιμό τους, και γύριζαν τα χωριά καβάλα στα μουλάρια.
Τους έλεγαν ΒΟΥΡΤΟΥΝΑΤΟΙ μουλαράδες. Επίσης γυρνούσαν και το ΚΑΜΗΛΙ, την καμήλα.
Ντυνόταν ΓΑΡΝΑΒΑΛΕ ο καμηλιέρης καβάλα στην καμήλα και μπροστά τα όργανα γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι. Αν δεν είχαν καμήλα κατασκεύαζαν μια ψεύτικη.
Επίσης την αποκριά μαζευόταν οι συγγενής κάθε χρόνο και σε ένα σπίτι να φάνε να πιούνε και να γλεντήσουν αρχίζανε από το σπίτι του γεροντότερου, όσοι ήταν παρεξηγημένοι μεταξύ τους εκείνη την ημέρα μονιάζανε.
Την πρώτη Μαρτίου έδεναν στο χέρι ένα πολύχρωμο «ΡΑΦΙΔΗ» κλωστή για να μην τους πιάνει αρρώστια και να μην μαυρίζουν, το Μάιο το κρεμούσαν έξω από την εκκλησία σε κάποιο δένδρο.
Επίσης οι γυναίκες την πρώτη Μαρτίου πρωί χαράματα έπαιρναν στάχτη και την πετούσαν στα άλλα σπίτια κρυφά και έλεγαν Ο ΜΑΡΤΗΣ ΣΙΜΑΣ, ΤΣΕ ΟΙ ΨΗΛΗ ΣΗ ΣΑΣ,
ο Μάρτιος σε εμάς, και οι ψείρες σε εσάς, πίστευαν πως έτσι χάνονται οι ψήλοι.
Μπαίνοντας ο Μάρτης έλεγαν οι γέροι:
ΕΝ ΝΑ ΜΠΑΣΗ ΤΗΝ ΓΡΕ ΣΟ ΧΑΡΙΕΝΙ
ο Μάρτης, θα Βάλη την γριά στο καζάνι.
Για το κουτσοφλέβαρο και τον Μάρτη η μητέρα μου έλεγε πως κάποτε μια γριά είχε μερικές κατσίκες, τον χειμώνα δεν μπορούσε να τα βγάλει έξω και μόλις μπήκε ο Μάρτιος λέγει:
ΜΑΡΤΗ ΠΡΙΤΣ ΣΤΑ ΜΟΥΣΤΑΚΙΑ ΣΟΥ, ΕΠΙΑΣΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΣΙΚΙΩΝ ΤΟ ΣΤΟΜΑ, ΚΑΝΤΕ ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ ΠΡΙΤΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΤΗ γλιτώσαμε τον χειμώνα.
Θύμωσε πάρα πολύ ο Μάρτης και παρακαλάει τον Φλεβάρη δώσε μου δύο ημέρες από τις ημέρες σου να βάλω την γριά στο καζάνι. Κάποια στιγμή που η γριά άρμεγε τα κατσίκια, ξαφνικά χαλάει ο καιρός αρχίζει να βρέχει να ρίχνει χαλάζι αέρας, η γριά τα έχασε, για να γλιτώσει έχισε το γάλα από το καζάνι και μπήκε από κάτω. Από το πολύ κρύο που έκανε και βρεγμένη καθώς ήταν πάγωσε και έγινε κούτσουρο.
Γι’ αυτό τον Φλεβάρη τον λέγανε ΚΟΥΤΣΟΥΡΟ.
Στα Φάρασσα όταν ερχόταν ο Μάρτης οπωσδήποτε έπρεπε να κάνει κακοκαιρία. Οι γονείς μου έλεγαν μια παροιμία για τον Μάρτιο.
ΕΙΠΕΙΝ Ο ΜΑΡΤΗΣ ΕΡ ΝΑ ΜΗ ΠΙΚΟΥ ΣΙΜΟ, ΣΑ ΕΝ’ΝΕ, ΑΠΙΚΟ ΣΑ ΔΕΚΑ ΕΝ’ΝΕ, ΤΣΕ ΑΝ ΤΣΟ ΠΙΚΩ ΣΑ ΔΕΚΑ, ΕΝ’ΝΕ ΣΑ ΕΙΚΟΣΕΝ’ΝΕ ΕΝ’ ΝΑ ΝΑΡΤΟΥ ΜΟ ΤΟΝ ΑΡΑΠΑ.
Είπε ο Μάρτιος εάν δεν κάνω χειμώνα στις εννιά, θα κάνω στις δέκα εννιά και αν δεν κάνω στις δέκα εννιά θα έρθω με το κάρο στις είκοσι εννιά.
Τον Απρίλιο στα Φάρασσα άρχιζε να ανεβαίνει η θερμοκρασία, ήταν ο πιο ζεστός ανοιξιάτικος μήνας έλεγαν:
ΣΑ ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΑ ΤΟ ΒΟΥΒΑΛΙ ΦΙΝΗ ΤΟ ΕΣΙΝ ΤΟΥ.
Στης δέκα πέντε το βουβάλι αφήνει το ταίρι του.
Στο κρύο τα βουβάλια κοιμούνται δύο, δύο μόλις πιάνει ζέστα χωρίζονται, για αυτό έλεγαν αυτήν την παροιμία. Σημαντική γιορτή για τους Φαρασσιώτες ήταν του Αγίου Γεωργίου.
Είχαν εκκλησίες και πολλά εξωκλήσια. Άκουα από τους μεγάλους που ήρθαν από τα Φάρασσα στο χωριό μου να λένε κάτι που φαινόταν σαν ιστορία:
Κάποτε ήρθε στον Βαρασσό ένας καβαλάρης και ζήτησε νερό, και τον είπανε εσύ δεν άκουσες ότι ένα θηρίο κλίνη το νερό και δεν το αφήνει αν δεν το δώσουμε να φάει ένα κορίτσι τα κορίτσια τελείωσαν και έμεινε μόνο του βασιλιά αλλά και αυτοί δεν λέγει το ναι. Ζήτησε αμέσως να του δείξουν που είναι το μέρος που είναι το θεριό που δεν αφήνει το νερό. Πήγε τότε και ζήτησε από τον βασιλιά να τον δόση την κόρη του για να βγει το θηρίο και να το σκοτώσει, και τον υποσχέθηκε ότι το κορίτσι δεν θα πάθη τίποτε. Το θηρίο μόλις είδε το κορίτσι έβγαλε το κεφάλι του και ο καβαλάρης το χτύπησε με το κοντάρι και το σκότωσε, πλημμύρισε το μέρος από νερό και γλίτωσε ο κόσμος. Ο βασιλιάς θέλησε για το καλό που έκανε να τον δόση όλη την περιουσία της κόρη του και την κόρη του, για γυναίκα του όμως δεν δέχτηκε τίποτα καβάλησε το άλογό του και χάθηκε.
Ο καβαλάρης λέγανε ότι ήτανε ο Άγιος Γεώργιος, άκουγα από την μητέρα Ιορδανίδου ή Φράγκου Κυριακή.
Περνώντας από τα χωράφια του Ανιτσαλήχου, του πατέρα του Αγίου Αρσενίου φθάναμε στις λίμνες του παππού μου, Φράγκου Χρυσόστομου, ήταν παλιά μνήματα και είχε ένα εκκλησάκι χαλασμένο, του ΕΪ ΓΙΩΡΓΗ εκεί ήταν μια μεγάλη ίσια πέτρα κάτασπρη και επάνω στην πέτρα είχε ένα αχνάρι από πόδι αλόγου, έλεγαν πως καλπάζοντας το άλογο του ο Άγιος Γεώργιος πάτησε το άλογό και έμμηνε το χνάρι του.
ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΕΘΙΜΑ
Στα ανοιξιάτικα πασχαλινά έθιμα ήταν και το μεγάλο Πάσχα.
Στην Φαρασσιώτικη διάλεκτο, το έλεγαν ΜΕΓΟΝ ΠΑΣΚΑ. Για τον Φαρασσιώτη το μέγα Πάσκα ήταν από τις μεγαλύτερες Χριστιανικές γιορτές του χρόνου.
Αρχίζανε από την Κυριακή των Βαΐων, εκκλησιαζόταν καθημερινά, και ετοίμαζαν τα πασχαλινά τους φαγητά. Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν τα αυγά κόκκινα, όλη η εβδομάδα ήταν πένθιμη, μουσική δεν άκουγαν, ούτε έπαιζαν, από την μεγάλη παρασκευή, ήταν αμαρτία να κάνουν δουλειές, πήγαιναν άναβαν κεριά στα εξωκλήσια, και μάζευαν λουλούδια να στολίσουν των επιτάφιο. Την Κυριακή πολύ νωρίς ο παπάς χτυπούσε την καμπάνα της εκκλησίας. Φορούσαν τα γιορτινά τους παίρνανε αυγά κόκκινα λαμπάδες τα πιστόλια τους και ξεκινούσαν για την εκκλησία. Όταν έλεγε ο παπάς δεύτε λάβετε φως άναβαν τις λαμπάδες και ξεκινούσε η Ανάσταση του Χριστού.
Άρχιζε ο παπάς το ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΕ τα πιστόλια παίρνανε φωτιά και φώναζαν:
ΣΥΡΕΝΟΥΜ ΤΗΣ ΤΣΙΦΟΥΤΗ ΠΟΥ ΤΣΑΣΤΕΨΑΝ ΤΟ ΧΡΗΣΤΟ,
πυροβολούμε τους άπιστους που σταύρωσαν τον Χριστό.
Ευχόταν ο ένας τον άλλον, ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΕ και απαντούσαν ΛΗΘΟΣ ΑΝΕ,
Χριστός Ανέστη, Αληθώς Ανέστη.
Τους γέρους και τις γριές τους φιλούσαν τα χέρια ΣΟΓΚΡΙΖΑΝ ΤΑ ΛΤΙΝΑ ΤΑ ΒΑ
τσούγκριζαν τα κόκκινα τα αυγά, εύχοντας Χριστός Ανε, Αληθός Ανε.
ΚΑΟΣ ΗΡΤΕΝ ΤΣΕ Ο ΠΑΣΚΑΣ ευχόταν. Καλώς ήρθε και το Πάσχα.
Γυρνώντας από την εκκλησία στο σπίτι καθάριζαν τα κόκκινα αυγά, και πετούσαν τα τσόφλια στο δρόμο και έλεγαν: ΕΡ ΝΑ ΜΗ ΠΕΣΕΙ ΣΤΗ ΤΟΥ ΛΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΒΟΥ ΤΟ ΤΣΕΦΛΙ, ΑΝΟΙΞΗΜΟΣ ΤΣΟ ΓΡΙΚΑΣ. Το απόγευμα γινόταν η δεύτερη ανάσταση, ΣΑ ΜΟΥ ΚΡΟΥΓΚΕΝ ΤΟ ΚΩΔΟΝΙ Ο ΠΑΠΑΣ ΤΣΙΠΜΑΣ ΠΑΕΓΚΑΜ ΣΗΝ ΕΚΚΛΕΣΙΑ ΤΣΕ ΦΤΕΝΓΚΑΜΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΠΑΣΚΑ Τ ΑΤΕΤΙ, όταν χτυπούσε ο παπάς την καμπάνα πηγαίναμε όλοι μας στην εκκλησία και κάναμε του μεγάλου Πάσχα το συνήθειο. Διάβαζε παπάς το ευαγγέλιο, σε όσες γλώσσες ήξερε και κάθε φορά χτυπούσαν την καμπάνα.
Πριν ξεκινήσει η πομπή έλεγε ο παπάς: ΤΗΣ ΗΡΕΒΗ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟ ΜΠΑΪΡΑΧΙ, γινόταν δημοπρασία, και όποιος έδινε την καλύτερη προσφορά κρατούσε το λάβαρο, το ΜΠΑΪΡΑΧΙ όπως το έλεγαν. Ο παπάς πήγαινε μπροστά με την εικόνα της ανάστασης, πίσω το λάβαρο της ανάστασης, οι ψάλτες και ο κόσμος, γύριζαν όλο το χωριό, και κατέληγαν στο ΜΕΣΟΧΩΡΙ στην πλατεία του χωριού, ή στην αυλή της εκκλησίας, ο παπάς έδινε την απόλυση και άρχιζε ο χορός του ΜΕΓΑ ΠΑΣΚΑ του μεγάλου Πάσχα.
Πρώτος συνήθως ήταν ο παπάς του χωριού, και συνέχεια η χορευτές. Κρατούσαν ΚΟΝΤΣΟΡΟΥΣ στα χέρια, λαμπάδες, λέγανε το ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΕ, ΛΗΘΟΣ ΑΝΕ, και κάνανε το ΕΜΩΣΜΑ, το γέμισμα του χορού. Μετά γινόταν το ΡΑΔΙΕΣΜΑ, το αράδιασμα του χορού ο κύκλος. Ξεκινούσαν οι οργανοπαίκτες το τραγούδι του μέγα πάσκα, οι χορευτές ξεκινώντας με το δεξί πόδι κάνουν τέσσερα συρτά βήματα μπροστά και τέσσερα πίσω, στο τελευταίο κάνουν ελαφριά υπόκλιση δεξιά, το ίδια βήματα κάνουμε στο δεύτερο μέρος, όμως στο τελευταίο βήμα, κάνουμε υπόκλιση αριστερά. Το τραγόδι του μέγα πάσκα είναι ΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΧΡΙΣΤΙΕΝΟΙ ΤΟ ΜΕΓΑ ΠΑΣΚΑ, ΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑ.
Γιορτάζουμε χριστιανοί το μεγάλο Πάσχα, γιορτάζουμε του χρηστού την ανάσταση.
Οι γυναίκες γέμιζαν κόκκινα αυγά στην ποδιά τους και τα μοίραζαν στον κόσμο για να τσουγκρίζουν. Οι άνδρες μοίραζαν με το ΠΟΤΟΥΤΣΙ με το ποτήρι, κρασί κόκκινο να πίνουνε, το γλέντι συνεχιζόταν ως την ΑΒΙΤΣΑ ως την αυγίτσα. Τα μικρά παιδιά έτρεχαν ανάμεσα στους χορευτές έπαιζαν κρυφτούλι και κυνηγητό. Για 3 ημέρες δουλειά δεν έκαναν μόνο γλεντούσαν. Οι Φαρασσιώτες έλεγαν πως το Πάσχα με την Ανάσταση του χρηστού, οι ψυχές των πεθαμένων γυρίζουν στα σπίτια και στα μέρη που γυρνούσαν πριν πεθάνουν.
ΣΗΜΟΥΡΟΥ ΕΝΟΙΞΑΝ ΟΙ ΘΥΡΕΣ, ΝΑ ΒΚΟΥΝΕ ΟΙ ΨΥΣΕΣ ΝΑ ΝΕΓΚΟΣΟΥΝ ΣΟΣ ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ.
Σήμερα άνοιξαν οι πόρτες βγαίνουν οι ψυχές να γυρίσουν μέχρι την Πεντηκοστή.
Άκουγα από τους παππούδες μια ιστορία:
Περίπου το 1850 όταν διαλύθηκε η δυναστεία του Κοζάνογλου και στην περιοχή ήρθαν οι Σουλτάνοι, τα Φάρασσα χωρίσθηκαν στα δύο, ορισμένοι τάχθηκαν με τους Σουλτάνους και ορισμένοι με τους Κοζάνογλου. Οι Σουλτάνοι δημιούργησαν πολλά προβλήματα στους Φαρασσιώτες χριστιανούς, τους απαγόρευαν να εκκλησιάζονται να κρατούν τα ήθη και έθιμά τους. Οι Αυσάρ ήταν μια φυλή που ήρθε από τα μέρη της Περσίας και εγκαταστάθηκε στο χωριό Αυσάρι με την πάροδο τον χρόνων ενώθηκαν με τους Έλληνες και ζούσαν μαζί. Ήταν τεμπέλικος λαός και ζούσανε πάντα σε βάρος των άλλων. Την περιοχή των Φαράσσων ως το 1855 την έλεγχαν Κοζάνογλου που ήταν κουρδικής καταγωγής φιλέλληνες δεν πείραζαν τα χωριά εκκλησιαζόταν είχαν γενικά καλές σχέσεις. Η ευκαιρία τους δόθηκε όταν την περιοχή την πήραν υπό την διοίκησή τους οι Σουλτάνοι. Το χωριό αυτό έχει αλλάξει τέσσερεις φορές τον κόσμο του γιατί αγανακτούσαν οι κάτοικοι του και έφευγαν σε άλλα χωριά και έτσι το χωριό κτιζόταν από την αρχή. Δυστιχώς με τους Σουλτανικούς και τους Αυσάρ εισχορίσαν και Έλληνες που ήταν φιλοσουλτανική και δημιούργησαν τα τάγματα των ανταρτών ΤΣΕΤΕΔΩΝ και από κοινού χτυπούσαν τα Ελληνικά χωριά και τα χωριά τον Κούρδων. Έτσι ξεκίνησε ο κόσμος να μεταναστέβη σε άλλα μέρη για να ζήσουν ανάγκαζαν οικογένειες να αφήνουν τα χωριά τους και να κάνουν άλλα χωριά.
Ήταν 10 Απριλίου Πάσχα όταν πάτησαν τους χριστιανούς οι Αγαρηνοί και δεν τους άφησαν να κάνουνε Πάσχα, η μητέρα μου έλεγε έναν στίχο:
Πάτ’τσαν μες, οι Γαρανάδες Μας πάτησαν η Γαρανάδες
Χρηστός ανε, τσούπαμε Χριστός Ανέστη δεν είπαμαι
Τα βα λτινά τσο πογιάτσαμτα Τα αυγά κόκκινα δεν τα βάψαμε
Τα βαγγέλια τσο ψαλ’σαμτα Τα Ευαγγέλια δεν τα ψάλαμε.
Το 1875 όταν η περιοχή των Φαράσσων την κατέλαβαν οι Σουλτάνοι και καθήλωσαν τους Κοζάνογλου, άρχισαν να δυσκολεύουν τα πράγματα για τους Φαρασσιώτες. Τους ανάγκασαν να μιλήσουν την τούρκικη γλώσσα στην καθημερινή τους επικοινωνία. Διοικητικώς υπάγονται στα Άδανα, μητροπολιτικώς υπάγονται στην Καισάρεια, στρατιωτικώς στη Νίγδη.
ΝΤΙΠΑΣΚΑ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ
Την πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα την έλεγαν ΝΤΙΠΑΣΚΑ αντίπασχα, την ημέρα αυτή ήταν του
ΕΪ ΘΟΥΜΑ Η ΤΣΕΡΕΤΣΗ, του Αγίου Θωμά η Κυριακή. Από την Τετάρτη έως το Σάββατο δούλευαν μόνο τα πρωινά και τα βράδια γλεντούσαν. Την Κυριακή μετά την εκκλησία κάνανε παρέες και πήγαιναν στα δώματα και στήνανε χορό. Άλλη πήγαιναν στο εξωκλήσι του ΕΪ ΘΟΥΜΑ και άναβαν κεριά κάνανε και Γουρπάνια, και στήνανε χορό. Ήταν η Κυριακή που αποχαιρετούσαν το Πάσχα χορεύοντας και διασκεδάζοντας, τα κορίτσια χόρευαν με πολύχρωμες φορεσιές και μαντίλια το χορό του ντίπασκα η του καλοξεμά του. Καλόξεμα είναι το σύρσιμο των ποδιών και ο βηματισμός που είναι ελαφρός γρηγορότερος από το κανονικό. Ένα από τα τραγούδια της ημέρας είναι:
Άμε πάσκας άμε σο καώ Πήγαινε Πάσχα πήγαινε στο καλό
Να, να, να μας φέρ Να, να, να μας φέρεις
Να μας φέρ λτινό βό Να μας φέρεις κόκκινο αυγό
Να πασκάσουμ να σογκρίσουμ Να πασχαλιάσουμε να τσουγκρίσουμε
Τα λτινά τα βα Τα κόκκινα τα αυγά
Να χορέψουμ να πετ’τάσουμ Να χορέψουμε να πηδήξουμε
Να βκούμε σο χαβά Να βγούμε στον αέρα
Άμε αρέ τσε δω σο χρόνου πήγαινε τώρα και έλα τον χρόνο
Να μες νάβρης δέχους πόνο Να μας έβρης δίχως πόνο
Σου χριστιενού σεσή το μέγα η χαρά Στου χριστιανού είσαι εσύ η μεγάλη η χαρά
Νόματα τσε τραγοδέ πέτε σο χαβά Ονόματα και τραγούδια πέστε στον ουρανό
Στα Ελληνικά χωριά που τουρκοφώνισαν προκειμένου να κρατήσουν τα ήθη έθιμα, για να θυμούνται τις ρίζες τους, συντάξανε στίχους με τούρκικα λόγια. Ένα από αυτά έλεγαν για την ημέρα του ΝΤΙΠΑΣΚΑ που είναι το εξής:
Γιορού μπαϊραμ γιορού σαγλάμ Περπάτα Πάσχα, περπάτα γερά
Κέτ σαγλι’ινάν, γκελισινταί Πήγαινε με το καλό, όταν θα έρθεις
Κενέ πιζή, πουλάσιν Ξανά εμάς, να βρεις
Χέμ κιουτσούκ, χέμ μπογιούκ πουλάσιν Και μικρούς και μεγάλους να βρεις
Γαριλάρ, γοτσαλάρ, γοτσασίν Γυναίκες γέροι να γεράσουν
Χέμ κιουτσούκ, χέμ μπογιούκ πουλάσιν Και μικρούς και μεγάλους να βρεις
Για τον Μάιο έλεγαν:
ΕΜΠΙΝ ΤΣΕ Ο ΜΑΪΣ, ΚΑΟΣ ΗΡΤΕΝ ΤΣΕ Ο ΜΑΪΣ.
Μπήκε και ο Μάιος, Καλώς ήρθε και ο Μάιος.
Τα κορίτσια και τα αγόρια πολύ πρωί ΤΗΝ ΑΒΙΤΣΑ έπιναν γάλα του ΜΑΪ ΤΟ ΓΑ έλεγαν.
Την πρώτη Μαΐου αν έβρεχε το βροχόνερο το κάνανε μαγιά και κολλούσαν γιαούρτι, τα κορίτσια λουζόταν με ΤΟΥ ΜΑΪ ΤΗ ΒΡΕΣΗ για να έχουν γερά μαλλιά. Τα αγόρια και τα κορίτσια βγαίνανε στα βουνά να μαζέψουν λουλούδια να πλέξουν στεφάνια του Μάη και τα φορούσαν στο κεφάλι τους. Τον Μάιο γιόρταζαν τον Άγιο Κωνσταντίνο. Στον Βαρασσό υπήρχαν τα ερείπια του Ναού της ΠΕΡΑΣΙΑΣ ή της ΦΕΡΑΣΙΑΣ Αρτέμιδος, πάνω στα ερείπια του Ναού αυτού είναι χτισμένος ο Ναός του Αγίου Κωνσταντίνου. Υπήρχε και εξωκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου, κοντά στο εξωκλήσι της Παναγιάς της Εγατερής. Για τον ΕΪ ΚΩΣΤΑΪΝΟ έλεγαν και τραγούδι:
Σον Εϊ Κωσταϊνο Στον Άγιο Κωνσταντίνο
Γιάτε μις να υπαμαι Άντε εμείς να πάμε
Χριστιενοί τσε μις ατόν Χριστιανοί και εμείς αυτόν
Τον άϊο γαπάμε Τον Άγιο αγαπάμε
Ση τόνα μπρό η χριστιενοί Απ’αυτόν μπροστά οι χριστιανοί
Ησαντε φυγώτοι Ήτανε φυγάδες
Σου χριστού την πίστη Στου χριστού την πίστη
Ησαντε κρυφώτοι Ήτανε κρυμένοι
Χτίσταν εκλεσίες Χτίστηκαν εκκλησίες
Χτίσταν μαναστήρε Χτίστηκαν μοναστήρια
Χάριν το ινσάνη Χάρηκε ο λαός
Μο την καοσύνη Με την καλοσύνη
Απιδού στην Άκρα Από αυτό ακριβός
Τον Άϊον τιμάμε Τον Άγιον τιμά
Τον Εϊ Κωσταϊνο Τον Άγιο Κωνσταντίνο
Τσίπμας προς τσινάμε Όλοι μας προσκυνάμε