ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στην Καισάρεια Καππαδοκίας το 330 μ.Χ. Ο Μέγας Βασίλειος ανήκε σε οικογένεια αγίων. Οι γονείς του ήταν ο Βασίλειος και η Ευμέλεια και είχε 9 αδέλφια: Τον Γρηγόριο, τον Πέτρο (επίσκοπο Σεβάστειας), τον Ναυκράτιο (ασκητή και θαυματουργό), την Αγία Μακρίνα (η οποία τιμάται ως οσία μαζί με την γιαγιά τους Μακρίνα στις 19 Ιουλίου) και 5 ακόμα αδελφές. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην γενέτειρα του και μετά στο Βυζάντιο, για ανώτερες σπουδές ήρθε στην Αθήνα. Όταν τελείωσε επέστρεψε στην πατρίδα του την Καισάρεια και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, μετά από λίγο καιρό αφοσιώθηκε στον λόγο του Θεού όπου υπηρέτησε πιστά. Κατά διαστήματα πήγαινε στην Αίγυπτο την Παλαιστίνη την Συρία και την Μεσοποταμία.
Βοηθούσε πολύ τους φτωχούς ανθρώπους και μοίρασε την περιουσία του, ίδρυσε μια μεγάλη πόλη και έδωσε το όνομά του «Βασιλειάδα» που είχε πτωχοκομεία, Νοσοκομεία, Ορφανοτροφεία στα οποία πήγαιναν και έβρισκαν καταφύγιο και φαγητό όλοι οι φτωχοί. Σαν ιερέας υπηρέτησε στην αρχιεπισκοπή Καισαρείας κοντά στον μητροπολίτη Ευσέβιο.
Το 370 έγινε Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας και η αρχιεπισκοπή του έγινε φάρος του χριστιανισμού και του Ελληνισμού, με τον πνευματικό λόγο του θεού και την βοήθεια που προσέφερε στους χριστιανούς.
Έγραψε πολλά συγγράμματα, ψαλμούς και πολέμησε κατά του Αρειανισμού.
Τιμήθηκε από τους Καππαδόκες για το θεάρεστο έργο του και την φιλανθρωπία, γι’ αυτό και ως σήμερα των τιμούν και κρατούν το πατροπαράδοτο έθιμο στα Φάρασσα χορεύοντας και τραγουδώντας «Χυτάτε να υπάμε σον Εϊ Βασίλη».
ΕΙ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΑ ΤΕΤΗ
Στα χειμωνιάτικα έθιμά τους οι Φαρασσιώτες την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το βράδυ διοργάνωναν τελετουργικό χορό προς τιμήν του Αγίου Βασιλείου. Στην μικρή σπηλιά που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο πατήρ Χατσεφεντής χτυπούσε τον σήμαντρο για τον εσπερινό, φώναζαν και έλεγαν στην Φαρασσιότικη διάλεκτο. Ο παπάς κρού το σήμαντρο «Χάϊτιστη να Υπάμαι στον Εϊ Βασίλη».
Ο χορός και η ημέρα αυτή ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο που λατρευόταν πάρα πολύ από όλους τους Καππαδόκες, γιατί ήταν προστάτης των φτωχών, των αδυνάτων και του Χριστιανισμού. Οι Φαρασσιώτες μέσα στις παραδόσεις τους, σε όσους αγαπούσαν και λάτρευαν, είχαν αφιερώματα με χορούς και τραγούδια. Ένα από αυτά είναι το τραγούδι με το χορό του Αγίου Βασιλείου.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς διοργάνωναν τελετουργικές πομπές, ξεκινούσαν παρέες κρατώντας δάδες στα χέρια να τους φέγγουν στο σκοτάδι και μαζευόταν στο μεσοχώρι και φώναζαν «Χαϊτιστη να Υπάμε σον Εϊ Βασίλη» (Άιντε να πάμε στον Άγιο Βασίλη) και κατευθυνόταν στην πλατεία του χωριού. Στο Μεσοχώρι. Οι παρέες ξεκινούσαν χορεύοντας και τραγουδώντας το χορό του Αγίου Βασιλείου. «Χυτάτε να υπάμε σον εϊ Βασίλη» (Τρεχάτε να υπάμε στον Άγιο Βασίλειο). Χορεύοντας κατευθυνόταν προς της σπηλιές του Αγίου Βασιλείου. Οι πρώτες παρέες που έφταναν στην μικρή σπηλιά άναβαν το κερί τους και παρακολουθούσαν τον εσπερινό. Ξεκουραζόταν και μετά ξεκινούσαν για την μεγάλη σπηλιά που ήταν λίγο παρακάτω. Κρεμούσαν τα σακούλια ή τα δισάκια τους στα γύρω δέντρα και αρχινούσε το γλέντι μέχρι το πρωί όπου διανυκτέρευαν γλεντώντας και πίνοντας μπόλικο κρασί.
Το έθιμο αυτό του χορού Αγίου Βασιλείου είναι αναπαράσταση του γεγονότος που συνέβη στα 363 μ.Χ. με τον Ιουλιανό τον Παραβάτη και τον μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια.
Οι χριστιανοί γενικά της Καππαδοκίας τιμούσαν τον μέγα Άγιο Βασίλειο τον σωτήρα το χριστιανών, αυτόν που με την μεγάλη του σοφία και την θεία χάρη που του έδωσε ο θεός προστάτευε τον κόσμο από κάθε κακό και πολλές φορές δεν δίσταζε να αναλαμβάνει να είναι μπροστά σε κάθε γεγονός που τον καιρό εκείνο είχαν πάρα πολλά προβλήματα με τους διάφορους επιδρομείς που περνούσαν από τα μέρει της Καππαδοκίας.
Ένα από τα μεγάλα γεγονότα την εποχή εκείνη ήταν και αυτό που έγινε με τον Ιουλιανό τον Παραβάτη.
Ο Ιουλιανός από καιρό περίμενε μια αφορμή να εκδικηθεί την Καισάρεια και τους χριστιανούς της περιοχής για δύο λόγους:
Πρώτον: Γιατί ο μέγας Κωνσταντίνος εξόρισε τον Ιουλιανό και τον μικρό του αδερφό Γάλλο στα μέρη της Καππαδοκίας στην περιοχή της Καισάρειας.
Και δεύτερον: Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια στην περιοχή της Καισάρειας υπήρχε ο ναός που ήταν αφιερωμένος προς τιμήν της Θεάς Τύχης, όπου πήγαινε ο Ιουλιανός με τον μικρό του αδερφό Γάλλο και προσευχόταν.
Μαθαίνοντας ο Μέγας Βασίλειος τα μαντάτα κατάλαβε ότι ο Ιουλιανός αυτό που λέει το κάνει, γιατί τον ήξερε πολύ καλά από τα χρόνια που ήταν συμμαθητές στην Αθήνα πως ότι έλεγε το έκανε, πήρε την μεγάλη απόφαση και ανέλαβε την προϋπάντηση του Ιουλιανού ο Άγιος Βασίλειος.
Τα χρόνια εκείνα υπήρχε ένας νόμος, περνώντας κάποιος αυτοκράτορας από τα μέρη σου έπρεπε ο κόσμος να υποδεχτεί με πλούσια δώρα, χρήματα χρυσαφικά ασημικά τιμαλφή και άλλα πολλά, με την σειρά του ο αυτοκράτορας χάριζε ανάλογα προνόμια. Όμως τον καιρό εκείνο στην Καππαδοκία και στην Καισάρεια λόγο ξηρασίας είχε φτώχεια κι οι χριστιανοί πεινούσαν, το πιο πολύτιμο γι’ αυτούς ήταν το λίγο ψωμί είχαν. Ο Βασίλειος με την σοφία και την πίστη του προς τον Θεό, αφού την περίοδο εκείνη δεν ήταν ακόμα αρχιεπίσκοπος όμως ιερωμένος της αρχιεπισκοπής Καισαρείας και ιδιαίτερος του Αρχιεπισκόπου Ευσέβιου αποφάσισε αφού το πολυτιμότερο της εποχής ήταν το ψωμί πήρε τρεις άρτους και ξεκίνησε με την συνοδεία του για την προϋπάντηση του Ιουλιανού. Μόλις είδε ο Ιουλιανός τον Βασίλειο του είπε. «κατεφιλοσόφησα σου Βασίλειε» δηλ. Βασίλειε φιλοσοφικά σε κατατρόπωσα, του απαντάει ο Βασίλειος και του λέει, «είθε εφιλοσόφησες με», δηλ. μακάρι να με φιλοσόφησες και του προσέφερε τους τρεις κρίθινους άρτους. Προσβλήθηκε ο Ιουλιανός και εξοργίσθηκε πολύ γιατί τα δώρα γιατί του φάνηκαν μικρά και ασήμαντα. Θυμωμένος διατάζει τους στρατιώτες του σε αντίκρισμα των άρτων να προσφέρουν σανό και χόρτα που έτρωγαν τα άλογα του στον Άγιο Βασίλειο. Αφού πήρε το χόρτο ο μέγας Βασίλειος του είπε: «εμείς βασιλιά μου σε προσφέραμε από το πολυτιμότερο που έχουμε και τρώμε αυτόν των καιρό, εσύ σε αντίκρισμα αυτού μας προσέφερες σανό που θρέβεις τα ζώα σου και την παραλογία σου», δηλαδή εμείς σε προσφέραμε από το ψωμί που τρώμε, άρα εσύ προσφέρεις από αυτό που τρως, άρα είσαι ζώο.
Εξοργίστηκε πάρα πολύ και είπε όταν επιστρέψω νικητής από την Περσία, θα κάψω και θα οργώσω όλοι την Καππαδοκία μαζί και τους χριστιανούς για να παράγει σιτηρά και όχι ανθρώπους γιατί δεν ξέχασα την αυθάδεια των χριστιανών που εσύ υπηρετείς που χάλασαν τον Ναό της Θεάς Τύχης που εγώ προσκυνούσα. Παρακάλεσε τους χριστιανούς να μαζέψουν και να δώσει ο καθένας ότι έχει να προσφέρουν στον Ιουλιανό τον Παραβάτη γιατί οι προθέσεις του δεν είναι καλές και ότι λέει το κάνει. Τα χρήματα και τα ασημικά και ότι τιμαλφή για τίποτε μην τα λογαριάζεται χριστιανοί δώστε για την σωτηρία των χριστιανών. Μαζεύτηκαν πάρα πολλά χρυσά ασημικά πολύτιμοι λίθοι χρήματα και πολλά άλλα, τα πήρε ο μέγας Βασίλειος και τα έβαλε στο σκευοφυλάκιο. Μετά ανέβηκε στον Ναό της Παναγίας Θεοτόκου που ευρίσκεται στο όρος Τσαχμούρης. Εισερχόμενος του παρουσιάσθηκε η Παναγία και του είπε να ανακαλέσει τον Μερκούριο. Το σκήνωμα του Αγίου Μερκούριου μαζί με την πανοπλία του φυλασσόταν στον ναό της Παναγίας της Θεοτόκου στην Καισάρεια. Πηγαίνοντας εκεί ο Βασίλειος όπου ήταν το σκήνωμα του Μερκούριου βλέπει απορώντας και προσευχόντας πως το σκήνωμα του έλειπε. Παρακάλεσε τους ιερείς και τον κόσμο να ανεβούν στο όρος Διδύμου που βρίσκετε νότιο δυτικά της Καισάρειας για να προσευχηθούν και να παρακαλέσουν την Παναγία να σωθούν οι χριστιανοί και η Καισάρεια. Επί τρεις ημέρες και νύχτες προσευχόταν και νήστευαν παρακαλώντας για την σωτηρία της Καισάρειας και των χριστιανών. Την 3η ημέρα οραματίζεται ο Βασίλειος και βλέπει μπροστά του τον Άγιο Μερκούριο με την πανοπλία του Στρατηλάτη επάνω στο άλογο του και με το στρατό του έτοιμο για μάχη. Τον παρακαλεί και τον ικετεύει να σώσει τον κόσμο από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη και θα του χαρίσει ότι πολύτιμο έχει, τιμαλφή, χρυσά και αργύρια. Γελώντας ο Μερκούριος του λέει, ησύχασε Βασίλειε, τι να τα κάνω εγώ τα χρυσά και τα αργύρια. Εσύ και το ποίμνιο σου να χαίρεσαι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης εφονεύφθει. Μαθαίνοντας ο μέγας Βασίλειος τον θάνατο του Ιουλιανού κατέβηκε στην Καισάρεια και είδε ότι το σκήνωμα του Αγίου Μερκούριου είναι εκεί όλο χαρά και συγκίνηση ανέβηκε στο όρος Διδύμου και απολύοντας των κόσμο κατέβηκαν στην Καισάρεια. Σε λίγες μέρες ακούστηκε ότι ο Ιουλιανός εφονεύθει στον πόλεμο και έτσι για το μεγάλο αυτό γεγονός της σωτηρίας των χριστιανών, ο Μέγας Βασίλειος, όλοι, ιερείς και ο κόσμος χορεύοντας και τραγουδώντας ανέβηκαν στο όρος αυτήν τη φορά για να πανηγυρίσουν να φάνε να πιούν και να γλεντήσουν. Το γεγονός αυτό στα χωριά των Φαράσσων το κράτησαν σαν έθιμο από το 363 μ.Χ. τραγουδώντας και χορεύοντας ξεκινούσαν από την πλατεία του χωριού «μεσοχώρι» και κατευθυνόταν προς την σπηλιά του Αγίου Βασιλείου που βρισκόταν στο απέναντι βουνό όπου λειτουργούσε ο παπάς και άρχιζε το πανηγύρι. Το αφιέρωμα αυτό οι πρόγονοι μας το έφεραν μαζί τους με την ανταλλαγή πληθυσμών και σήμερα πολλοί συλλόγοι χορεύουν το χορό αυτόν προς τιμήν του Άγιου Βασιλείου. «Χυτάτε να υπάμε σον Εϊ Βασίλη» (τρεχάτε να πάμε στον Άγιο Βασίλειο). Ο Μερκούριος ήταν γιος ενός Σκύθου που λεγόταν Γορδιανός και υπηρετούσε στρατιώτης στο τάγμα των Μαρτησίων, πολεμώντας γενναία κατά των βαρβάρων έγινε στρατηλάτης και μαρτύρησε το 249 με τους διωγμούς, για την χριστιανική του πίστη.
Χυτάτε να ύπάμαι σον εϊ Βασίλη Τρεχάτε να πάμε στον άγιο Βασίλη
Να κρεμάσομε τα κρέτε σο σίδη Να κρεμάσουμε τα κρέατα στην ιτιά
Εσηρέν τσε δότσην τσε αν γεσίλη Τουφέκισε και χτύπησε και μια χήνα
Εχτές την εβίτσα σον εϊ Βασίλη Εχθές την αυγή στον αϊ Βασίλη
Τσάλσεν τσούβρεν αν μασέρι ντα φσαξή Γύρεψε δεν βρήκε ένα μαχαίρι να το σφάξει
Εφσαξήντα μο το κοδευτήρι το έσφαξε με το κλαδευτήρι
Κυριαλεϊμόν Κυριαλεϊσόν Κύριε ελεΐμον, Κυριε ελέϊσον
ΕΪ παναϊα μου θέοτοκο ΕΪ Παναγιά μου Θεοτόκο
ΕΪ παναϊα μου θέοτοκο ΕΪ Παναγιά μου Θεοτόκο
Θεοτόκο, Θεοτόκο, Θεοτόκο, Θεοτόκο, Θεοτόκο, Θεοτόκο,
Θεοτόκό σου Τσαχμούρι τη Θεοτόκο Θεοτόκο, στου Τσαχμούρι τη Θεοτό
ΠΩΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ
Ο Μέγας Βασίλειος αφού εφονεύθει ο Ιουλιανός και γλύτωσαν οι Χριστιανοί και η Καισάρεια έπρεπε τα δώρα τα χρυσά και τα τιμαλφή να βρει έναν τρόπο να τα επιστρέψει στους ανθρώπους πίσω, όμως ήταν αδύνατο γιατί δεν μπορούσε να ξέρει τι έδωσε ο καθένας και έτσι σοφίστηκε ένα ωραίο τρόπο για να μην είναι κανένας δυσαρεστημένος.
Μάζεψε τις γυναίκες και τις έβαλε να ζυμώσουν από μία πίτα και μέσα σε κάθε μία έβαλε και ένα δώρο, έτσι την Κυριακή μετά την λειτουργία έδινε στον κόσμο και μία πίτα ανοίγοντας την πίτα για να την φάνε έβρισκαν μέσα και ένα τυχερό δώρο μοιράστηκαν όλα τα τιμαλφή και παραπονούμενος δεν ήταν κανένας.
Το Γεγονός αυτό κρατήθηκε από τους χριστιανούς σαν έθιμο από τότε και κάθε Πρωτοχρονιά κόβουμε την Πίτα του Αγίου Βασιλείου: «Βασιλόπιτα»
Κάλαντα της πρωτοχρονιάς
Άλλο χρόνος χριστιανοί Δεβαίνη Παλιός χρόνος χριστιανοί περνάει
Έρτσεται ο ταζός τσε τα γατιένη Έρχεται ο καινούργιος και το διώχνει
Έρτσεται τσε Αϊ Βασίλης ντάμα Έρχεται και ο Αϊ Βασίλης μαζί
Να Βκοϊση τσε να δήξη θάγμα Να Βλογήσει και να δήξη θαύμα
Φερινούμ στην Εκκλεσία Φέρνομαι απ τήν εκκλησία
Τε Εϊ Βασίλη τη Βκοϊα Του Αγίου Βασιλείου την ευλογία
Του Αϊου η Ευσή Του Αγίου η ευχή
Σπίτ σας νάν θεού Βρεσή Σπίτι σας να είναι θεού βροχή
Φέρ τσε ση τσε δόΠς ο θεία Φέρε και εσύ και δώσε θεία
Το σον σεν ση μας Βκοϊα Το δικό σου σε μας ευλογία
Ήρτην ο ταζός ο χρόνος Ήρθε ο καινούργιος χρόνος
Ήφαρην χαρά τσε γέλος Έφερε χαρά και γέλιο
ΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Όσοι δεν ήξεραν τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς έλεγαν τα εγκώμια του Αγίου Βασιλείου στα σπίτια.
- Τα εγκώμια του Αγίου Βασιλείου τα έψελναν στην εκκλησία την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στον Μέγα Εσπερινό μετά την 3η ώρα εναλλάξ με τον παπά.
- Άγιε Βασίλειε όσιε, φύλαξων και σώσον την ποίμνη σου
- Άστρων ανεφάνης Βασίλειε, εν τη Καισαρεία μητρόπολη
- Βασίλειος ο Μέγας Αρχιερεύς, Όλων του τον κόσμον εφώτησε
- Ιουλιανός ο παράβατης, Θέλει να απέλθει εις Καισάρειαν
- Τρεις άρτους λαμβάνει εις τα χείρας του και συναπαντάει τον τύραννον
- Όταν είδε τα δώρα μικρότατα, Αγριονευστήσας ο τύραννος
- Χόρτου ανεστέργης τον Άγιον και καταλαμβάνει Καισάρειαν
- Σύνοδον εποίκεν ο Άγιος, Όρος του διδύμου κατέλαβεν
- Εύρεν την Αγνή Θεομήτορα μέσον του Ναού εισερχόμενος
- Και ανακαλεί τον Μερκούριον, τον από καιρού κατακείμενον
- Θέλει να την πέμψη εις πέρσιαν, να αποκεφαλίσει τον τύραννο
- Διδύμου κατελθόν ο Βασίλειος, Ουκ ευρέν εν τω Ναό τον Μερκούριον
- Σύνοδο εποίκε ο Βασίλειος, Τιμαλφή χρουσία συνέλεξεν
- Φέρετε χρουσία και τιμαλφή, όσα έχετε και αργύρια
- Ίνα την οδών Ιουλιανού, επιστρέφοντος κατακλύσομε
- Λάβε τα γρουσία Βασίλειε, Χρήματα ημών και αργύρια
- Δός τω φιλαργύρω τω Αρχοντι, Και σώσον ημάς και Καισάρεια
- Και συναπαντά τον Μερκούριον, Εν αγαλλίαση και λέγει του
- Τι να με χαρίσεις Βασίλειε Συ δε και η ποίμνη σου να χαίρεστε
- Έχω να σε χαρίσω εχρούσια, Έχω να σου χαρίσω αργύρια
- Τη θέλω εγώ τα εχρούσια Μα τη ποιήσω τα αργύρια
- Δός ημιν τα φώτα τα κάλαντα, ίνα και ημείς αγαλλιώμεθα
- Γράφει και διαβάζει ονόματα, Όλων των πιστών ο Βασίλειος